μαντεύεται

μαντεύεται
μαντεύομαι
divine
pres ind mp 3rd sg
μαντεύω
divine
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαντεύεθ' — μαντεύεται , μαντεύομαι divine pres ind mp 3rd sg μαντεύετο , μαντεύομαι divine imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) μαντεύετε , μαντεύω divine pres imperat act 2nd pl μαντεύετε , μαντεύω divine pres ind act 2nd pl μαντεύεται , μαντεύω divine… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαντεύετ' — μαντεύεται , μαντεύομαι divine pres ind mp 3rd sg μαντεύετο , μαντεύομαι divine imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) μαντεύετε , μαντεύω divine pres imperat act 2nd pl μαντεύετε , μαντεύω divine pres ind act 2nd pl μαντεύεται , μαντεύω divine… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • APOMAGDALIAE — Graece ἀπομαγδαλίαι, quid sint apud veterem Scholiastem Homeri Odyss. κ. v. 216. ubi de canibus Poeta, Ω῾ς δ᾿ ὅταν ἀμφὶ ἄνακτα κύνες δαίτηςθεν ἰόντα Σαίνωσ᾿ (ἀεὶ γάρ τε φέρει μειλίγμκτα ςθυμοῦ) Ut cum circa herum canes e convivio euntem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CASTORIS — marinum animal, tam horrendi eiulatus, ut audientes enecet, uti refert Aelian. l. 9. c. 50. Hinc Oppianus Halieutic. l. 1. Καςτορίδες τ᾿ ὀλοαὶ δυςπ ενθέεες, αἰτ᾿ ἀλεγεινην` Ο῎ςπαν ἐπὶ κροκάλοισιν ἀπαίσιον ὠρύονται, Α᾿νδράσιν῾ ὃς δέ κε γῆρυν εν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ετεός — ἐτεός, ή, όν (Α) 1. πραγματικός, αληθινός («εἰ ἐτεὸν Κάλχας μαντεύεται ἠὲ καὶ οὐκί», Ομ. Ιλ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐτεή η πραγματικότητα 3. (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) ἐτεῇ πράγματι, αληθινά 4. φρ. «εἰ ἐτεόν γε» αν πράγματι έτσι συμβαίνει. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ευσύμβλητος — εὐσύμβλητος και εὐξύμβλητος, ον (Α) αυτός που μαντεύεται ή κατανοείται εύκολα («ἥδ οὐκέτ εὐξύμβλητος ἡ χρησμῳδία», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συμ βλητός (< συμβάλλω)] …   Dictionary of Greek

  • ευσύμβολος — εὐσύμβολος και εὐξύμβολος, ον (Α) 1. αυτός που μαντεύεται ή εξηγείται εύκολα («εὐξύμβολον τόδ ἐστὶ παντὶ δοξάσαι», Αισχύλ.) 2. εκείνος που προμηνύει κάτι καλό, ο ευοίωνος, ο αίσιος 3. έντιμος στις συναλλαγές 4. αυτός με τον οποίο μπορεί κάποιος… …   Dictionary of Greek

  • μαντεύω — (AM μαντεύω, Α και μαντεύομαι, Μ και μαντεύγω) [μάντης] 1. προλέγω τα μέλλοντα ή αποκαλύπτω τα άγνωστα, χρησμοδοτώ, προφητεύω (α. «τί μοι θάνατον μαντεύεται», Ομ. Ιλ. β. «φήμην ἀγαθὴν μαντεύομαι», Πλάτ.) 2. εικάζω, πιθανολογώ, προμαντεύω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”